I have my own scissors - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

I have my own scissors - translation to ολλανδικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
On My Own (debut album); On My Own (album); On my own; On My Own (disambiguation); On My Own (song)

I have my own scissors      
Ik heb mijn eigen zorgen
nail scissors         
  • 150x150px
  • 150x150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • Classic Italian-style kitchen scissors, often used to cut food. The two halves can be detached in order to be cleaned.
  • 100px
  • 150px
  • 80px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • 150px
  • Left-handed (left) and right-handed (right) sidebent scissors
  • 150px
  • 150px
  • url-status=live }}</ref>
  • 150x150px
  • 150px
  • 150px
  • 150x150px
  • 150px
  • 150px
  • [[Han dynasty]] scissors
HAND-OPERATED CUTTING INSTRUMENT
Scissor; Sissors; Kitchen scissors; Kitchen shears; Poultry shears; Pair of scissors; ✄; ✂; A Pair of Scissors; Pair of Scissors; ✁; ✃; Nail scissors; Bone scissors; Undermining scissor; Undermining scissors; ✀; Ceremonial scissors; ✂️
nagelschaartje
on my own         
op mijzelf

Ορισμός

scissors
¦ plural noun
1. (also a pair of scissors) an instrument used for cutting cloth and paper, consisting of two crossing blades pivoted in the middle and operated by thumb and fingers inserted in rings at each end.
2. (also scissor) [as modifier] denoting an action in which two things cross each other or open and close like a pair of scissors: a scissor kick.
Origin
ME: from OFr. cisoires, from late L. cisoria, plural of cisorium 'cutting instrument'; the sc- spelling arose by assoc. with the L. stem sciss- 'cut'.

Βικιπαίδεια

On My Own

On My Own may refer to: